καλοεξετασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοεξετασμένος | η | καλοεξετασμένη | το | καλοεξετασμένο |
| γενική | του | καλοεξετασμένου | της | καλοεξετασμένης | του | καλοεξετασμένου |
| αιτιατική | τον | καλοεξετασμένο | την | καλοεξετασμένη | το | καλοεξετασμένο |
| κλητική | καλοεξετασμένε | καλοεξετασμένη | καλοεξετασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοεξετασμένοι | οι | καλοεξετασμένες | τα | καλοεξετασμένα |
| γενική | των | καλοεξετασμένων | των | καλοεξετασμένων | των | καλοεξετασμένων |
| αιτιατική | τους | καλοεξετασμένους | τις | καλοεξετασμένες | τα | καλοεξετασμένα |
| κλητική | καλοεξετασμένοι | καλοεξετασμένες | καλοεξετασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλοεξετασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καλοεξετάζω. Αναλύεται σε καλο- + εξετασμένος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις καλοεξετάζω, καλός και εξετάζω
Μεταφράσεις
καλοεξετασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.