καλλιγράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | καλλιγράφος | οι | καλλιγράφοι |
| γενική | του/της | καλλιγράφου | των | καλλιγράφων |
| αιτιατική | τον/την | καλλιγράφο | τους/τις | καλλιγράφους |
| κλητική | καλλιγράφε | καλλιγράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλλιγράφος < ελληνιστική κοινή καλλιγράφος < αρχαία ελληνική καλλιγραφέω / καλλιγραφῶ < καλλι- + -γράφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.liˈγɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λι‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
καλλιγράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που η γραφή του χαρακτηρίζεται από καλλιγραφία, που γράφει καλλιγραφικά
Μεταφράσεις
καλλιγράφος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.