καλλιγραφικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καλλιγραφικά
<
καλλιγραφικός
+
-ά
Επίρρημα
καλλιγραφικά
με
καλλιγραφικό
τόπο, με
καλλιγραφία
Μεταφράσεις
καλλιγραφικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καλλιγραφικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
καλλιγραφικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.