καλλίνικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλλίνικος η καλλίνικη το καλλίνικο
      γενική του καλλίνικου της καλλίνικης του καλλίνικου
    αιτιατική τον καλλίνικο την καλλίνικη το καλλίνικο
     κλητική καλλίνικε καλλίνικη καλλίνικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλλίνικοι οι καλλίνικες τα καλλίνικα
      γενική των καλλίνικων των καλλίνικων των καλλίνικων
    αιτιατική τους καλλίνικους τις καλλίνικες τα καλλίνικα
     κλητική καλλίνικοι καλλίνικες καλλίνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλλίνικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλλίνῑκος < καλλί- (< καλός)[1] + νίκη

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈli.ni.kos/
{ {συλλ|καλ|λί|νι|κος}}

Επίθετο

καλλίνικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. καλλι- - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.