καλλι-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλλι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλλι- [1]

Πρόθημα

καλλι- ή καλλί-

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλι- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλί- στο Βικιλεξικό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καλλι- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καλλι-

Πρόθημα

καλλι- ή καλλί-

  • πρώτο συνθετικό λέξεων που αναφέρονται στην ομορφιά αυτού που αναφέρει το δεύτερο συνθετικό
    καλλιγένειος
    καλλίγνωμος

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλι- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλί- στο Βικιλεξικό

Αντώνυμα



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καλλι- < θέμα του καλός (όμορφος) όπως και στο κάλλος. Tα διπλό λάμδα δεν έχει εξηγηθεί ικανοποιητικά. Πιθανόν *καλ-ϝός > *καλϝ > καλλ-[1]

Πρόθημα

καλλι- ή καλλί-

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλι- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλί- στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις καλλι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Αντώνυμα

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.