Καλλίνικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καλλίνικος οι Καλλίνικοι
      γενική του Καλλίνικου των Καλλίνικων
    αιτιατική τον Καλλίνικο τους Καλλίνικους
     κλητική Καλλίνικο Καλλίνικοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καλλίνικος < καλλίνικος

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈli.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλλίνικος

Κύριο όνομα

Καλλίνικος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Καλλίνικου)

Μεταφράσεις

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.