καλαφάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καλαφάτης | οι | καλαφάτηδες |
| γενική | του | καλαφάτη | των | καλαφάτηδων |
| αιτιατική | τον | καλαφάτη | τους | καλαφάτηδες |
| κλητική | καλαφάτη | καλαφάτηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.laˈfa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐φά‐της
Ουσιαστικό
καλαφάτης αρσενικό
Συγγενικά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- καλαφάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- http://www.persee.fr/docAsPDF/nauti_0154-1854_1986_num_6_1_894.pdf Basch Lucien. Note sur le calfatage : la chose et le mot. In: Archaeonautica, 6, 1986. σελ. 195 και υποσημ. 39. Δεν αποδέχεται αραβική προέλευση· doi : https://doi.org/10.3406/nauti.1986.894)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.