καλαφάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλαφάτης οι καλαφάτηδες
      γενική του καλαφάτη των καλαφάτηδων
    αιτιατική τον καλαφάτη τους καλαφάτηδες
     κλητική καλαφάτη καλαφάτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλαφάτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλαφάτης < αραβική كلفت (qalafat) [1] [2]
Υπάρχει και η άποψη: < λατινική *calefactor < calefacio (θερμαίνω, ζεσταίνω) < caleo + facio [3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.laˈfa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλαφάτης

Ουσιαστικό

καλαφάτης αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που σφραγίζει τις σχισμές ή ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους και στουπί, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. καλαφάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. http://www.persee.fr/docAsPDF/nauti_0154-1854_1986_num_6_1_894.pdf Basch Lucien. Note sur le calfatage : la chose et le mot. In: Archaeonautica, 6, 1986. σελ. 195 και υποσημ. 39. Δεν αποδέχεται αραβική προέλευση· doi : https://doi.org/10.3406/nauti.1986.894)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.