ακαλαφάτιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαλαφάτιστος η ακαλαφάτιστη το ακαλαφάτιστο
      γενική του ακαλαφάτιστου της ακαλαφάτιστης του ακαλαφάτιστου
    αιτιατική τον ακαλαφάτιστο την ακαλαφάτιστη το ακαλαφάτιστο
     κλητική ακαλαφάτιστε ακαλαφάτιστη ακαλαφάτιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαλαφάτιστοι οι ακαλαφάτιστες τα ακαλαφάτιστα
      γενική των ακαλαφάτιστων των ακαλαφάτιστων των ακαλαφάτιστων
    αιτιατική τους ακαλαφάτιστους τις ακαλαφάτιστες τα ακαλαφάτιστα
     κλητική ακαλαφάτιστοι ακαλαφάτιστες ακαλαφάτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακαλαφάτιστος < α- + καλαφατίζω, καλαφατισ- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ka.laˈfa.ti.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακαλαφάτιστος

Επίθετο

ακαλαφάτιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει καλαφατιστεί [1]
     συνώνυμα: απαλάμιστος
  2. (μεταφορικά, χυδαίο) αγάμητος [2]
     συνώνυμα: ακαβάλητος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.