ακαλαφάτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακαλαφάτιστος | η | ακαλαφάτιστη | το | ακαλαφάτιστο |
| γενική | του | ακαλαφάτιστου | της | ακαλαφάτιστης | του | ακαλαφάτιστου |
| αιτιατική | τον | ακαλαφάτιστο | την | ακαλαφάτιστη | το | ακαλαφάτιστο |
| κλητική | ακαλαφάτιστε | ακαλαφάτιστη | ακαλαφάτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακαλαφάτιστοι | οι | ακαλαφάτιστες | τα | ακαλαφάτιστα |
| γενική | των | ακαλαφάτιστων | των | ακαλαφάτιστων | των | ακαλαφάτιστων |
| αιτιατική | τους | ακαλαφάτιστους | τις | ακαλαφάτιστες | τα | ακαλαφάτιστα |
| κλητική | ακαλαφάτιστοι | ακαλαφάτιστες | ακαλαφάτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακαλαφάτιστος < α- + καλαφατίζω, καλαφατισ- + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ka.laˈfa.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐λα‐φά‐τι‐στος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καλαφάτης
Αναφορές
- ακαλαφάτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακαλαφάτιστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.