καλαφάτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαφάτισμα τα καλαφατίσματα
      γενική του καλαφατίσματος των καλαφατισμάτων
    αιτιατική το καλαφάτισμα τα καλαφατίσματα
     κλητική καλαφάτισμα καλαφατίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλαφάτισμα < καλαφατίζ(ω) + -μα

Ουσιαστικό

καλαφάτισμα ουδέτερο

  1. το γέμισμα των σχισμών (ρωγμών) των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών με ξεφτίσματα από κάβους, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα.
  2. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η συνουσία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.