καλαφάτισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλαφάτισμα | τα | καλαφατίσματα |
| γενική | του | καλαφατίσματος | των | καλαφατισμάτων |
| αιτιατική | το | καλαφάτισμα | τα | καλαφατίσματα |
| κλητική | καλαφάτισμα | καλαφατίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλαφάτισμα < καλαφατίζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό
καλαφάτισμα ουδέτερο
- το γέμισμα των σχισμών (ρωγμών) των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών με ξεφτίσματα από κάβους, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα.
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η συνουσία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καλαφάτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.