καλαφατικόν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καλαφατικόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο, υποθετικού ή αμάρτυρου τύπου επιθέτου *καλαφατικός. Δείτε καλαφάτ(ης), με κατάληξη -ικόν

Ουσιαστικό

καλαφατικόν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.