κακοπροαίρετα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κακοπροαίρετα < κακοπροαίρετος
Επίρρημα
κακοπροαίρετα
- μου γίνεται με κακοπροαίρετη διάθεση, με σκοπό να βλάψει, με κακές προθέσεις, κακό κίνητρο και σκοπό
Αντώνυμα
Συγγενικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κακοπροαίρετα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κακοπροαίρετο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.