κακοκαρδισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακοκαρδισμένος | η | κακοκαρδισμένη | το | κακοκαρδισμένο |
| γενική | του | κακοκαρδισμένου | της | κακοκαρδισμένης | του | κακοκαρδισμένου |
| αιτιατική | τον | κακοκαρδισμένο | την | κακοκαρδισμένη | το | κακοκαρδισμένο |
| κλητική | κακοκαρδισμένε | κακοκαρδισμένη | κακοκαρδισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακοκαρδισμένοι | οι | κακοκαρδισμένες | τα | κακοκαρδισμένα |
| γενική | των | κακοκαρδισμένων | των | κακοκαρδισμένων | των | κακοκαρδισμένων |
| αιτιατική | τους | κακοκαρδισμένους | τις | κακοκαρδισμένες | τα | κακοκαρδισμένα |
| κλητική | κακοκαρδισμένοι | κακοκαρδισμένες | κακοκαρδισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακοκαρδισμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακοκαρδισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοκαρδίζω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κακοκαρδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοκαρδίζω
Πηγές
- κακοκαρδίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.