καίσαρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καίσαρας | οι | καίσαρες |
| γενική | του | καίσαρα | των | καισάρων |
| αιτιατική | τον | καίσαρα | τους | καίσαρες |
| κλητική | καίσαρα | καίσαρες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καίσαρας < από το όνομα του Γαΐου Ιουλίου Καίσαρα
Ουσιαστικό
καίσαρας αρσενικό
- τίτλος των συμβασιλέων της ρωμαϊκής τετραρχίας από τον Διοκλητιανό και έπειτα
- τίτλος των συμβασιλευόντων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος μονάρχης είχε τον τίτλο του Αυγούστου
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.