καθιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθιστικός | η | καθιστική | το | καθιστικό |
| γενική | του | καθιστικού | της | καθιστικής | του | καθιστικού |
| αιτιατική | τον | καθιστικό | την | καθιστική | το | καθιστικό |
| κλητική | καθιστικέ | καθιστική | καθιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθιστικοί | οι | καθιστικές | τα | καθιστικά |
| γενική | των | καθιστικών | των | καθιστικών | των | καθιστικών |
| αιτιατική | τους | καθιστικούς | τις | καθιστικές | τα | καθιστικά |
| κλητική | καθιστικοί | καθιστικές | καθιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θι‐στι‐κός
Αναφορές
- καθιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.