καθιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθιστικός η καθιστική το καθιστικό
      γενική του καθιστικού της καθιστικής του καθιστικού
    αιτιατική τον καθιστικό την καθιστική το καθιστικό
     κλητική καθιστικέ καθιστική καθιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθιστικοί οι καθιστικές τα καθιστικά
      γενική των καθιστικών των καθιστικών των καθιστικών
    αιτιατική τους καθιστικούς τις καθιστικές τα καθιστικά
     κλητική καθιστικοί καθιστικές καθιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καθιστικός < (καθίζω) καθισ- + -τικός, (απόδοση) γαλλική sédantaire[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.θi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθιστικός

Επίθετο

καθιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.