καθιστικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καθιστικά
<
καθιστικός
Επίρρημα
καθιστικά
κάνοντας κάτι (ζωή, εργασία, διαμαρτυρία κ.λπ)
καθιστικό
Μεταφράσεις
καθιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καθιστικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
καθιστικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.