καθιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθιστός | η | καθιστή | το | καθιστό |
| γενική | του | καθιστού | της | καθιστής | του | καθιστού |
| αιτιατική | τον | καθιστό | την | καθιστή | το | καθιστό |
| κλητική | καθιστέ | καθιστή | καθιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθιστοί | οι | καθιστές | τα | καθιστά |
| γενική | των | καθιστών | των | καθιστών | των | καθιστών |
| αιτιατική | τους | καθιστούς | τις | καθιστές | τα | καθιστά |
| κλητική | καθιστοί | καθιστές | καθιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καθιστός < καθίζω
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.