ακάθιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακάθιστος η ακάθιστη το ακάθιστο
      γενική του ακάθιστου της ακάθιστης του ακάθιστου
    αιτιατική τον ακάθιστο την ακάθιστη το ακάθιστο
     κλητική ακάθιστε ακάθιστη ακάθιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακάθιστοι οι ακάθιστες τα ακάθιστα
      γενική των ακάθιστων των ακάθιστων των ακάθιστων
    αιτιατική τους ακάθιστους τις ακάθιστες τα ακάθιστα
     κλητική ακάθιστοι ακάθιστες ακάθιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακάθιστος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκάθιστος < ἀ- + (καθίζω) καθισ- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈka.θi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακάθιστος

Επίθετο

ακάθιστος, -η, -ο

  • (οικείο, συνήθως για παιδί) που δε γίνεται να κάθεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, που είναι αεικίνητο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.