καθηγούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καθηγούμενος | οι | καθηγούμενοι |
| γενική | του | καθηγούμενου & καθηγουμένου |
των | καθηγούμενων & καθηγουμένων |
| αιτιατική | τον | καθηγούμενο | τους | καθηγούμενους & καθηγουμένους |
| κλητική | καθηγούμενε | καθηγούμενοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθηγούμενος < μεσαιωνική ελληνική καθηγούμενος (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική καθηγέομαι / καθηγοῦμαι
Ουσιαστικό
καθηγούμενος αρσενικό (θηλυκό: καθηγουμένη)
- (θρησκεία) (λόγιο) ηγούμενος σε μοναστήρι
- (σπάνιο) (λόγιο) αυτός που καθηγείται
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καθηγούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.