καθηγούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθηγούμαι < αρχαία ελληνική καθηγέομαι

Ρήμα

καθηγούμαι

  1. (σπάνιο) (θρησκεία) είμαι καθηγούμενος
  2. (σπάνιο) (αρχαιοπρεπές) ηγούμαι, οδηγώ, είμαι μπροστά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.