καθηγουμένη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθηγουμένη < καθηγούμενος + < μεσαιωνική ελληνική καθηγούμενος (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική καθηγέομαι / καθηγοῦμαι

Ουσιαστικό

καθηγουμένη θηλυκό

  1. (θρησκεία) (λόγιο) θηλυκό του καθηγούμενος
  2. (σπάνιο) (λόγιο) θηλυκό του καθηγούμενος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.