μπίζνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπίζνα | ||
| γενική | της | μπίζνας | ||
| αιτιατική | την | μπίζνα | ||
| κλητική | μπίζνα | |||
| Ο πληθυντικός μπίζνες συμπίπτει με τη μεταγραφή του αγγλικού business. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπίζνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική business (μπίζνες) που θεωρήθηκε πληθυντικός θηλυκού -ες
Ουσιαστικό
μπίζνα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (οικείο) (λαϊκότροπο) δουλειά, εργασία
- ※ Eκανε μπίζνα την... αμαρτία (εΕφημερίδα Το Έθνος, 10/2/2013)
- (οικείο) (λαϊκότροπο) κομπίνα, εξαπάτηση
- ※ Τελική καταδίκη για μπίζνα με διορισμούς (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 22/2/2013)
Μεταφράσεις
μπίζνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.