καβουρντίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καβουρντίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική kavurdu, τρίτο ενικό πρόσωπο αορίστου του ρήματος kavurmak. Δείτε και καβουρδίζω.

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.vuɾˈdi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καβουρντίζω

Ρήμα

καβουρντίζω

  1. ψήνω ανακατεύοντάς τους διαρκώς κόκκους καφέ ή σπόρους δημητριακών (π.χ. αμύγδαλα) σε μεγάλη θερμοκρασία
  2. (κυριολεκτικά) ή (μεταφορικά) τσιγαρίζω
  3. (μεταφορικά) καίω, παραψήνω
    Τους καβούρντισε ο ήλιος, όπως κάθονταν όλη μέρα στην ακροθαλασσιά.

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.