καβουρμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καβουρμάς | οι | καβουρμάδες |
| γενική | του | καβουρμά | των | καβουρμάδων |
| αιτιατική | τον | καβουρμά | τους | καβουρμάδες |
| κλητική | καβουρμά | καβουρμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καβουρμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kavurma + -ς
Ουσιαστικό
καβουρμάς αρσενικό
- (γαστρονομία) χοιρινό κρέας (σπάλα, στήθος, πλευρά), τεμαχισμένο σε μικρά κομμάτια, τσιγαρισμένο σε πολύ σιγανή φωτιά, το οποίο διατηρείται μέσα σε λίπος
- (φαγητά) κρέας τηγανισμένο με βούτυρο και κρεμμύδι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καβουρντίζω
-
καβουρμάς στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.