καβουρδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καβουρδίζω: λόγια επίδραση στο καβουρντίζω με προφορά [ð] για το [d]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.vuɾˈði.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βουρ‐δί‐ζω
Εκφράσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καβουρδίζω | καβούρδιζα | θα καβουρδίζω | να καβουρδίζω | καβουρδίζοντας | |
| β' ενικ. | καβουρδίζεις | καβούρδιζες | θα καβουρδίζεις | να καβουρδίζεις | καβούρδιζε | |
| γ' ενικ. | καβουρδίζει | καβούρδιζε | θα καβουρδίζει | να καβουρδίζει | ||
| α' πληθ. | καβουρδίζουμε | καβουρδίζαμε | θα καβουρδίζουμε | να καβουρδίζουμε | ||
| β' πληθ. | καβουρδίζετε | καβουρδίζατε | θα καβουρδίζετε | να καβουρδίζετε | καβουρδίζετε | |
| γ' πληθ. | καβουρδίζουν(ε) | καβούρδιζαν καβουρδίζαν(ε) |
θα καβουρδίζουν(ε) | να καβουρδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καβούρδισα | θα καβουρδίσω | να καβουρδίσω | καβουρδίσει | ||
| β' ενικ. | καβούρδισες | θα καβουρδίσεις | να καβουρδίσεις | καβούρδισε | ||
| γ' ενικ. | καβούρδισε | θα καβουρδίσει | να καβουρδίσει | |||
| α' πληθ. | καβουρδίσαμε | θα καβουρδίσουμε | να καβουρδίσουμε | |||
| β' πληθ. | καβουρδίσατε | θα καβουρδίσετε | να καβουρδίσετε | καβουρδίστε | ||
| γ' πληθ. | καβούρδισαν καβουρδίσαν(ε) |
θα καβουρδίσουν(ε) | να καβουρδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καβουρδίσει | είχα καβουρδίσει | θα έχω καβουρδίσει | να έχω καβουρδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καβουρδίσει | είχες καβουρδίσει | θα έχεις καβουρδίσει | να έχεις καβουρδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καβουρδίσει | είχε καβουρδίσει | θα έχει καβουρδίσει | να έχει καβουρδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καβουρδίσει | είχαμε καβουρδίσει | θα έχουμε καβουρδίσει | να έχουμε καβουρδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καβουρδίσει | είχατε καβουρδίσει | θα έχετε καβουρδίσει | να έχετε καβουρδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καβουρδίσει | είχαν καβουρδίσει | θα έχουν καβουρδίσει | να έχουν καβουρδίσει |
| |
Μεταφράσεις
καβουρδίζω
|
Πηγές
- καβουρντίζω, καβουρδίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καβουρδίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.