καβούρντισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβούρντισμα τα καβουρντίσματα
      γενική του καβουρντίσματος των καβουρντισμάτων
    αιτιατική το καβούρντισμα τα καβουρντίσματα
     κλητική καβούρντισμα καβουρντίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβούρντισμα < καβουρντισ- (καβουρντίζω) + -μα < τουρκική kavurmak

Ουσιαστικό

καβούρντισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.