cavalier
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.va.ljɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
cavalier (fr) αρσενικό
- o καβαλάρης, ο ιππέας, ο αναβάτης
- o καβαλιέρος
- που υπηρετεί στο πεζικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.