cavalier

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.va.ljɛ/
 

Ουσιαστικό

cavalier (fr) αρσενικό

  1. o καβαλάρης, ο ιππέας, ο αναβάτης
  2. o καβαλιέρος
  3. που υπηρετεί στο πεζικό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.