καβαλάρηδες

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

καβαλάρηδες

  1. καβαλάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. καβαλάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. καβαλάρης, στην κλητική του πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.