καβάτζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καβάτζα | οι | καβάτζες |
| γενική | της | καβάτζας | — | |
| αιτιατική | την | καβάτζα | τις | καβάτζες |
| κλητική | καβάτζα | καβάτζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καβάτζα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
καβάτζα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) απόθεμα που μπαίνει στην άκρη για να χρησιμοποιηθεί αργότερα
- (λαϊκότροπο) μια εναλλακτική λύση
- όταν δεν εφαρμόζεται το αρχικό μου σχέδιο, αναγκάζομαι να στραφώ σε κάτι άλλο, σε μια καβάτζα, για την οποία έχω φροντίσει προηγουμένως
Συγγενικά
- ακαβατζάριστος / ακαβαντζάριστος
- καβατζάρισμα / καβαντζάρισμα
- καβατζάρω / καβαντζάρω
- καβατζωμένος / καβαντζωμένος
- καβατζώνω / καβαντζώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.