καβάτζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβάτζα οι καβάτζες
      γενική της καβάτζας
    αιτιατική την καβάτζα τις καβάτζες
     κλητική καβάτζα καβάτζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβάτζα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καβάτζα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) απόθεμα που μπαίνει στην άκρη για να χρησιμοποιηθεί αργότερα
  2. (λαϊκότροπο) μια εναλλακτική λύση
    όταν δεν εφαρμόζεται το αρχικό μου σχέδιο, αναγκάζομαι να στραφώ σε κάτι άλλο, σε μια καβάτζα, για την οποία έχω φροντίσει προηγουμένως

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.