καβάντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβάντζα οι καβάντζες
      γενική της καβάντζας
    αιτιατική την καβάντζα τις καβάντζες
     κλητική καβάντζα καβάντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβάντζα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καβάντζα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.