καβατζάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

1,2: καβατζάρω < ιταλική cavo  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
3: καβατζάρω < καβάτζα

Ρήμα

καβατζάρω

  1. (ναυτικός όρος) περιπλέω κάποιον κάβο
  2. (λαϊκότροπο) (μεταφορικά) έχω περάσει κάποια ηλικία
  3. (λαϊκότροπο) αποθηκεύω κάτι (για ώρα ανάγκης)
     συνώνυμα: καβατζώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.