κέσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κέσιο τα κέσια
      γενική του κέσιου
& κεσίου
των κέσιων
& κεσίων
    αιτιατική το κέσιο τα κέσια
     κλητική κέσιο κέσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

κέσιο ουδέτερο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.