κάτουρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάτουρο τα κάτουρα
      γενική του κάτουρου των κάτουρων
    αιτιατική το κάτουρο τα κάτουρα
     κλητική κάτουρο κάτουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάτουρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάτουρον < κατουρῶ (αναδρομικός σχηματισμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.tu.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάτουρο
τονικό παρώνυμο: κατουρώ

Ουσιαστικό

κάτουρο ουδέτερο

  1. τα ούρα
  2. (οικείο, για νερό ή μπίρα) πολύ ζεστός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.