κάδρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάδρο τα κάδρα
      γενική του κάδρου των κάδρων
    αιτιατική το κάδρο τα κάδρα
     κλητική κάδρο κάδρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάδρο < λατινικά quadro

Ουσιαστικό

κάδρο ουδέτερο

  1. πλαίσιο γύρω από έναν καθρέφτη, πίνακα ζωγραφικής, κ.α.
  2. (κατ’ επέκταση) ο ίδιος ο πίνακας (ζωγραφικής)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Υποκοριστικά

  • καδράκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.