κάδρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάδρο | τα | κάδρα |
| γενική | του | κάδρου | των | κάδρων |
| αιτιατική | το | κάδρο | τα | κάδρα |
| κλητική | κάδρο | κάδρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάδρο < λατινικά quadro
Ουσιαστικό
κάδρο ουδέτερο
- πλαίσιο γύρω από έναν καθρέφτη, πίνακα ζωγραφικής, κ.α.
- (κατ’ επέκταση) ο ίδιος ο πίνακας (ζωγραφικής)
Συγγενικά
- καδράρω
- καδραρισμένος
- καδρόνι
- καδρώνω
- καδρωμένος
- καδράκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.