κάντρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάντρο τα κάντρα
      γενική του κάντρου των κάντρων
    αιτιατική το κάντρο τα κάντρα
     κλητική κάντρο κάντρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάντρο < λατινικά quadro

Ουσιαστικό

κάντρο ουδέτερο

  • το κάδρο  δείτε τη λέξη .

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.