ιόνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιόνιος η ιόνια το ιόνιο
      γενική του ιόνιου της ιόνιας του ιόνιου
    αιτιατική τον ιόνιο την ιόνια το ιόνιο
     κλητική ιόνιε ιόνια ιόνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιόνιοι οι ιόνιες τα ιόνια
      γενική των ιόνιων των ιόνιων των ιόνιων
    αιτιατική τους ιόνιους τις ιόνιες τα ιόνια
     κλητική ιόνιοι ιόνιες ιόνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιόνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἰόνιος

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈo.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιόνιος

Επίθετο

ιόνιος -ο

  1. που αναφέρεται ή ανήκει στη θαλάσσια περιοχή δυτικά της Ελλάδας και τα νησιά της, τα Επτάνησα
    Ιόνιος Πολιτεία
  2. (ουσιαστικοποιημένο) Ιόνιο, Ιόνιο Πέλαγος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.