ισότοπο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ισότοπο | τα | ισότοπα |
| γενική | του | ισότοπου & ισοτόπου |
των | ισότοπων & ισοτόπων |
| αιτιατική | το | ισότοπο | τα | ισότοπα |
| κλητική | ισότοπο | ισότοπα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισότοπο < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία iso- -tope[1] ή από την αγγλική isotope [2] < αρχαία ελληνική ἴσος + τόπος
- Εινοήθηκε το 1914 από τον Βρετανό χημικό Φρέντερικ Σόντυ (Frederick Soddy)
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈso.to.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σό‐το‐πο
Ουσιαστικό
ισότοπο ουδέτερο
- (φυσική, χημεία) κάθε παραλλαγή χημικού στοιχείου που φέρει ίδιο ατομικό αριθμό αλλά διαφορετική μάζα με συνέπεια να κατέχει ίδια θέση (ίδιο τόπο) στον περιοδικό πίνακα.
Συγγενικά
- ραδιοϊσότοπο
- → δείτε τις λέξεις ίσος και τόπος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ισότοπο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.