ραδιοϊσότοπο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραδιοϊσότοπο τα ραδιοϊσότοπα
      γενική του ραδιοϊσοτόπου
& ραδιοϊσότοπου
των ραδιοϊσοτόπων
    αιτιατική το ραδιοϊσότοπο τα ραδιοϊσότοπα
     κλητική ραδιοϊσότοπο ραδιοϊσότοπα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραδιοϊσότοπο < ραδιο- + ισότοπο

Ουσιαστικό

ραδιοϊσότοπο ουδέτερο

  1. (φυσική) κάθε ισότοπο ενός χημικού στοιχείου που είναι ασταθές και διασπάται εκπέμποντας ραδιενέργεια
    τα ραδιοϊσότοπα χρησιμοποιούνται ως ασθενείς πηγές ραδιενέργειας στην πυρηνική ιατρική, τη βιομηχανική ραδιογραφία

Συνώνυμα

  • ραδιενεργό ισότοπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.