ισχιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισχιακός | η | ισχιακή | το | ισχιακό |
| γενική | του | ισχιακού | της | ισχιακής | του | ισχιακού |
| αιτιατική | τον | ισχιακό | την | ισχιακή | το | ισχιακό |
| κλητική | ισχιακέ | ισχιακή | ισχιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισχιακοί | οι | ισχιακές | τα | ισχιακά |
| γενική | των | ισχιακών | των | ισχιακών | των | ισχιακών |
| αιτιατική | τους | ισχιακούς | τις | ισχιακές | τα | ισχιακά |
| κλητική | ισχιακοί | ισχιακές | ισχιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισχιακός < (ελληνιστική κοινή) ἰσχιακός < αρχαία ελληνική ἰσχίον

Με τον αριθμό 7 τα ένα ισχιακό οστό της λεκάνης
Μεταφράσεις
ισχιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.