μυαλγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυαλγία οι μυαλγίες
      γενική της μυαλγίας των μυαλγιών
    αιτιατική τη μυαλγία τις μυαλγίες
     κλητική μυαλγία μυαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυαλγία < μυς + -αλγία

Ουσιαστικό

μυαλγία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.