ισοσκελίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισοσκελίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ισοσκελίζω
- ενεργώ έτσι ώστε τα δύο σκέλη ενός αντικειμένου να είναι ίσα μεταξύ τους (λέγεται κυρίως για το ενεργητικό και το παθητικό ενός ισολογισμού)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ισοσκελίζω | ισοσκέλιζα | θα ισοσκελίζω | να ισοσκελίζω | ισοσκελίζοντας | |
| β' ενικ. | ισοσκελίζεις | ισοσκέλιζες | θα ισοσκελίζεις | να ισοσκελίζεις | ισοσκέλιζε | |
| γ' ενικ. | ισοσκελίζει | ισοσκέλιζε | θα ισοσκελίζει | να ισοσκελίζει | ||
| α' πληθ. | ισοσκελίζουμε | ισοσκελίζαμε | θα ισοσκελίζουμε | να ισοσκελίζουμε | ||
| β' πληθ. | ισοσκελίζετε | ισοσκελίζατε | θα ισοσκελίζετε | να ισοσκελίζετε | ισοσκελίζετε | |
| γ' πληθ. | ισοσκελίζουν(ε) | ισοσκέλιζαν ισοσκελίζαν(ε) |
θα ισοσκελίζουν(ε) | να ισοσκελίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ισοσκέλισα | θα ισοσκελίσω | να ισοσκελίσω | ισοσκελίσει | ||
| β' ενικ. | ισοσκέλισες | θα ισοσκελίσεις | να ισοσκελίσεις | ισοσκέλισε | ||
| γ' ενικ. | ισοσκέλισε | θα ισοσκελίσει | να ισοσκελίσει | |||
| α' πληθ. | ισοσκελίσαμε | θα ισοσκελίσουμε | να ισοσκελίσουμε | |||
| β' πληθ. | ισοσκελίσατε | θα ισοσκελίσετε | να ισοσκελίσετε | ισοσκελίστε | ||
| γ' πληθ. | ισοσκέλισαν ισοσκελίσαν(ε) |
θα ισοσκελίσουν(ε) | να ισοσκελίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ισοσκελίσει | είχα ισοσκελίσει | θα έχω ισοσκελίσει | να έχω ισοσκελίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ισοσκελίσει | είχες ισοσκελίσει | θα έχεις ισοσκελίσει | να έχεις ισοσκελίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ισοσκελίσει | είχε ισοσκελίσει | θα έχει ισοσκελίσει | να έχει ισοσκελίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ισοσκελίσει | είχαμε ισοσκελίσει | θα έχουμε ισοσκελίσει | να έχουμε ισοσκελίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ισοσκελίσει | είχατε ισοσκελίσει | θα έχετε ισοσκελίσει | να έχετε ισοσκελίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ισοσκελίσει | είχαν ισοσκελίσει | θα έχουν ισοσκελίσει | να έχουν ισοσκελίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.