ισομέρεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισομέρεια οι ισομέρειες
      γενική της ισομέρειας των ισομερειών
    αιτιατική την ισομέρεια τις ισομέρειες
     κλητική ισομέρεια ισομέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. ισομέρεια < (ελληνιστική κοινή) ἰσομέρεια < ἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος
  2. ισομέρεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isomérie < isomère < (ελληνιστική κοινή) ἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.soˈme.ɾi.a/

Ουσιαστικό

ισομέρεια θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ισομερής, η ιδιότητα του ισομερούς
  2. (χημεία) το χημικό φαινόμενο στο οποίο δύο χημικές ενώσεις διαφορετικής σύστασης και ιδιοτήτων έχουν το ίδιο μοριακό βάρος και την ίδια επί τοις εκατό σύνθεση

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.