ισομερισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισομερισμός οι ισομερισμοί
      γενική του ισομερισμού των ισομερισμών
    αιτιατική τον ισομερισμό τους ισομερισμούς
     κλητική ισομερισμέ ισομερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισομερισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική isomerism < (ελληνιστική κοινή) ἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος
ισομερισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική isomerisation < (ελληνιστική κοινή) ἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος

Ουσιαστικό

ισομερισμός αρσενικό

  1. ισομεροποίηση, η μετατροπή σε χημικό ή φυσικό ισομερές, μεταλλαγή από ένα ισομερές σε άλλο
  2. (σπάνιο), (κυριολεκτικά) ισομέρεια
  3. (σπάνιο), (χημεία) ισομέρεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.