ισοζυγιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοζυγιασμένος η ισοζυγιασμένη το ισοζυγιασμένο
      γενική του ισοζυγιασμένου της ισοζυγιασμένης του ισοζυγιασμένου
    αιτιατική τον ισοζυγιασμένο την ισοζυγιασμένη το ισοζυγιασμένο
     κλητική ισοζυγιασμένε ισοζυγιασμένη ισοζυγιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοζυγιασμένοι οι ισοζυγιασμένες τα ισοζυγιασμένα
      γενική των ισοζυγιασμένων των ισοζυγιασμένων των ισοζυγιασμένων
    αιτιατική τους ισοζυγιασμένους τις ισοζυγιασμένες τα ισοζυγιασμένα
     κλητική ισοζυγιασμένοι ισοζυγιασμένες ισοζυγιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισοζυγιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ισοζυγιάζω

Μετοχή

ισοζυγιασμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.