ισοβάθμιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοβάθμιος η ισοβάθμια το ισοβάθμιο
      γενική του ισοβάθμιου της ισοβάθμιας του ισοβάθμιου
    αιτιατική τον ισοβάθμιο την ισοβάθμια το ισοβάθμιο
     κλητική ισοβάθμιε ισοβάθμια ισοβάθμιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοβάθμιοι οι ισοβάθμιες τα ισοβάθμια
      γενική των ισοβάθμιων των ισοβάθμιων των ισοβάθμιων
    αιτιατική τους ισοβάθμιους τις ισοβάθμιες τα ισοβάθμια
     κλητική ισοβάθμιοι ισοβάθμιες ισοβάθμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισοβάθμιος < ισο- + βαθμ(ός) + -ιος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική έκφραση du même grade)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.soˈva.θmi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισοβάθμιος
παλιότερος συλλαβισμός: ισοβάθμιος

Επίθετο

ισοβάθμιος, -α, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.