ιππηλασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιππηλασία οι ιππηλασίες
      γενική της ιππηλασίας των ιππηλασιών
    αιτιατική την ιππηλασία τις ιππηλασίες
     κλητική ιππηλασία ιππηλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιππηλασία < αρχαία ελληνική ἱππηλᾰσία < ἵππος + ἐλαύνω

Ουσιαστικό

ιππηλασία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.