ινδικτιώνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ινδικτιώνα | οι | ινδικτιώνες |
| γενική | της | ινδικτιώνας | των | ινδικτιώνων |
| αιτιατική | την | ινδικτιώνα | τις | ινδικτιώνες |
| κλητική | ινδικτιώνα | ινδικτιώνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ινδικτιώνα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰνδικτιών από την αιτιατική σε -ῶνα < λατινική indictio < indico < dico [1] Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική ἴνδικτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /in.ði.ktiˈo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιν‐δι‐κτι‐ώ‐να
Ουσιαστικό
ινδικτιώνα θηλυκό
- (θρησκεία, ιστορία, χρονική μονάδα)
- χρονικό διάστημα δεκαπέντε ετών, που οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν για τη μέτρηση του χρόνου (αρχικά για φορολογικούς λόγους) [1]
- εκκλησιαστική μονάδα μέτρησης χρόνου ίση με 15 χρόνια [2]
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ινδικτιώνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «ινδικτιών» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.