indictio

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

indictio < indico < dico  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /inˈdik.ti.oː/

Ουσιαστικό

indictio θηλυκό

  1. δήλωση
  2. κήρυξη
  3. δασμός, φόρος
  4. (σημασία στα μεσαιωνικά λατινικά) ινδικτιώνα

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική indictio indictionēs
γενική indictionis indictionum
δοτική indictionī indictionibus
αιτιατική indictionem indictionēs
κλητική indictio indictionēs
αφαιρετική indictione indictionibus
(γ' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.