ἰνδικτιών

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰνδικτιών αἱ ἰνδικτιῶνες
      γενική τῆς ἰνδικτιῶνος τῶν ἰνδικτιώνων
      δοτική τῇ ἰνδικτιῶν ταῖς ἰνδικτιῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἰνδικτιῶν τὰς ἰνδικτιῶνᾰς
     κλητική ! ἰνδικτιών ἰνδικτιῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰνδικτιῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ἰνδικτιώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἰνδικτιών < (άμεσο δάνειο) λατινική indictio [1] < indico < dico

Ουσιαστικό

ἰνδικτιών, -ῶνος θηλυκό

Συνώνυμα

Αναφορές

  1. ινδικτιών - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.