ίνδικτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίνδικτος οι ίνδικτοι
      γενική της ινδίκτου των ινδίκτων
    αιτιατική την ίνδικτο τις ινδίκτους
     κλητική ίνδικτε ίνδικτοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίνδικτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἴνδικτος < λατινική indictus  και δείτε τη λέξη ἴνδικτος

Ουσιαστικό

ίνδικτος θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.