ιμπρεσιονιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιμπρεσιονιστής | οι | ιμπρεσιονιστές |
| γενική | του | ιμπρεσιονιστή | των | ιμπρεσιονιστών |
| αιτιατική | τον | ιμπρεσιονιστή | τους | ιμπρεσιονιστές |
| κλητική | ιμπρεσιονιστή | ιμπρεσιονιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιμπρεσιονιστής < ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική impressionniste < impression + -ιστής[1] < λατινική impressio → και δείτε τη λέξη ιμπρεσιονισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /im.pɾe.si̯o.niˈstis/ & /im.bɾe.si.o.niˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐μπρε‐σι‐ο‐νι‐στής
Ουσιαστικό
ιμπρεσιονιστής αρσενικό (θηλυκό ιμπρεσιονίστρια)
- καλλιτέχνης που ακολουθεί το ρεύμα του ιμπρεσιονισμού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ιμπρεσιονιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.